- κουρήτις
- κουρῆτις, -ιδος, ἡ (Α)βλ. κουρητικός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κουρῆτις — of the fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κουρῆτι — κουρῆτις of the fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κουρῆτιν — κουρῆτις of the fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κουρήτιδα — Κούρητις fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κουρήτιδα — κουρῆτις of the fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κουρήτιδι — Κούρητις fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κουρήτιδι — κουρῆτις of the fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κουρήτιδος — Κούρητις fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κουρήτιδος — κουρῆτις of the fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κουρητικός — κουρητικός, ή, όν, θηλ. και κουρῆτις, ιδος (Α) [Κουρήτες] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Κουρήτες («γῆ Κουρῆτις», Στράβ.) 2. (στη νεοπλατωνική θεολογία) λειτουργός 3. το αρσ. ως ουσ. ὁ κουρητικός (ενν. πους) ο κρητικός μετρικός πους: υυ υ … Dictionary of Greek